τοστιέρα

τοστιέρα
η, Ν
ηλεκτρική συσκευή για να ψήνονται τα τοστ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toaster, με κατάλ. -ιέρα, που απαντά και σε άλλα ον. συσκευών (πρβλ. καφετ-ιέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοστιέρα — η ειδική συσκευή που ψήνει τοστ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”